- πεντηκοστόπρωτος
- πεντηκοστόπρωτοςfifty-firstmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοστόπρωτος — ον, Α ο πεντηκοστός πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός πρῶτος] … Dictionary of Greek
πεντηκοστόπρωτα — πεντηκοστόπρωτος fifty first neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)